βιοπαλαιστής — ο (θηλ. στρια, η) αυτός που παλεύει, που αγωνίζεται για ν αποκτήσει τα απαραίτητα για τη ζωή του. [ΕΤΥΜΟΛ. < βίος + παλαιστής. Η λ. στον πληθ., βιοπαλαισταί, οι, μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
αποχειρόβιος — ἀποχειρόβιος κ. βίωτος, ον (Α) αυτός που ζει με την εργασία των χεριών του, ο βιοπαλαιστής … Dictionary of Greek
βι(ο)- — α συνθετικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < βίος. Χρησιμοποιείται ως α συνθετικό σε πολλές λέξεις της Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής και δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει σχέση με τη ζωή ή τα έμβια όντα. Πρβλ. βιολόγος, βιομήχανος αρχ. βιαρκής, βιοδότης,… … Dictionary of Greek
χειροβίοτος — ον, ΜΑ χειρόβιος*, βιοπαλαιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + βίοτος «ζωή» (πρβλ. μακρο βίοτος)] … Dictionary of Greek
χειρογάστωρ — ορος, ὁ, Α 1. ο χειροβίωτος*, ο βιοπαλαιστής 2. (κατά τον Ησύχ,.) «χειρογάστορες, οἱ ἀπὸ τῶν χειρῶν γαστριζόμενοι καὶ τῇ γαστρὶ πορίζοντες». [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + γάστωρ (< γαστήρ «κοιλιά»), πρβλ. γλωσσο γάστωρ] … Dictionary of Greek
χειρόβιος — ον, Α αυτός που δεν έχει άλλους πόρους εκτός από ό,τι κερδίζει δουλεύοντας με τα χέρια του, βιοπαλαιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + βίος «ζωή» (πρβλ. πολύ βιος)] … Dictionary of Greek
αποχειροβίοτος — η, ο αυτός που ζει από τη δουλειά των χεριών του, ο βιοπαλαιστής: Σ όλη του τη ζωή είχε μείνει εργάτης αποχειροβίοτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βιοποριστής — ο ο βιοπαλαιστής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)